- μάντρωμα
- τό1) огораживание стеной, обнесение оградой 2) сгон, загон (в огороженное место — людей); 3) заключе ние (в концлагерь и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μάντρωμα — το, ατος 1. η περίφραξη με μάντρα: Το οικόπεδο θέλει μάντρωμα. 2. μτφ., ο περιορισμός: Οι νεολαία αντιδρά στο μάντρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάντρωμα — το [μαντρώνω] 1. το κλείσιμο ζώων σε μαντρί 2. περίφραξη χώρου με μαντρότοιχο, με μάντρα 3. υποχρεωτική παραμονή σε κλειστό χώρο … Dictionary of Greek
κοιτασμός — κοιτασμός, ὁ (AM) [κοιτάζω] μσν. το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτη αρχ. (για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.) … Dictionary of Greek